νυκτόσημο

νυκτόσημο
το
ναυτ. φανός ή άλλου είδους φωτεινό σήμα στον ιστό πλοίου τη νύχτα ως διακριτικό ναυαρχικού ή άλλου ναυτικού αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + σῆμα (πρβλ. ορόσημο). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”